βροντοκοπώ

βροντοκοπώ
-ησα
1. προκαλώ κρότο χτυπώντας κάτι: Κάποιος βροντοκοπά την πόρτα.
2. πέφτω από ψηλά με βρόντο: Βροντοκόπησε από το μπαλκόνι.
3. δέρνω κάποιον αλύπητα: Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε βροντοκοπήσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντοκόπημα — το συνεχές και ισχυρό χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντοκοπώ. Η λ. στον πληθ. (βροντοκοπήματα, τα) μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • βροντοκοπάω — (σπάν. βροντοκοπώ), βροντοκόπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”